- διευθυντήριο
- (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους σημαντικότερους οργανισμούς που δημιούργησε το σύνταγμα εκείνο.
Η πτώση του Ροβεσπιέρου κατέδειξε την επιθυμία για σταθερότητα της αστικής τάξης, η οποία είχε κουραστεί από τα επαναστατικά πειράματα και επιθυμούσε να απολαύσει ειρηνικά τις κατακτήσεις του 1789. Το σύνταγμα που ψηφίστηκε από τους θερμιδοριανούς (Αύγουστος 1795) σταθεροποίησε ένα καθεστώς δημοκρατικό, φιλελεύθερο και τιμοκρατικό (σύστημα που χαρακτηριζόταν από την παροχή αξιωμάτων ανάλογα με τις περιουσίες των πολιτών), το οποίο ωστόσο αρνείτο το δικαίωμα ψήφου σε όσους δεν πλήρωναν φόρους και ανέθετε την εκλογή των βουλευτών σε λιγότερους από είκοσι χιλιάδες μεγάλους εκλέκτορες. Το γεγονός αυτό επαλήθευσε την προφητεία του Μπουασί ντ’ Ανγκλά: «Μια χώρα που κυβερνιέται από τα αφεντικά». Η νομοθετική εξουσία ανατέθηκε σε δύο βουλές: το Συμβούλιο των Γερόντων, με 250 μέλη, και το Συμβούλιο των Πεντακοσίων. Η εκτελεστική εξουσία ανατέθηκε σε πέντε διευθυντές που εκλέγονταν από τους Γέροντες, μέσα από έναν κατάλογο υποψηφίων που πρότειναν οι Πεντακόσιοι. Παράλληλα, υπήρχε και ένα υπουργικό συμβούλιο, του οποίου όμως τα μέλη ήταν απλώς εκτελεστές των αποφάσεων του Δ.
Ένα τέτοιο καθεστώς, στα μέτρα των νεόπλουτων, εκείνων δηλαδή που είχαν επιδοθεί σε κερδοσκοπίες την εποχή της επανάστασης, είχε φυσικά δύο εχθρούς: εκείνους –στα δεξιά– που είχαν χάσει τα προνόμιά τους και εκείνους –στα αριστερά– που δεν είχαν κερδίσει τίποτε. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν φυσικό το Δ. να ταλαντευτεί, αναζητώντας υποστήριξη πότε από τη δεξιά και πότε από την αριστερά, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Έτσι εξηγείται μια συγκεχυμένη πολιτική, φαινομενικά ρευστή, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά συνεπής.
To νέο καθεστώς βρέθηκε μπροστά σε δύο σοβαρότατα προβλήματα που του είχε κληροδοτήσει το παρελθόν: την οικονομική κατάσταση και τον πόλεμο. Η πτώση της αξίας των ασινιά, είχε φτάσει τον Σεπτέμβριο του 1796 σε ποσοστό 99,75%. Αυτό είχε ως συνέπεια μια πληθωριστική αύξηση των τιμών, η οποία προκαλούσε τη δυσφορία του λαού και τροφοδοτούσε με επιχειρήματα την αριστερά. Από το άλλο μέρος, η επιστροφή στο παλαιό νόμισμα θα προκαλούσε αντιπληθωριστική κρίση που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι θα στρέφονταν προς τη δεξιά. Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος δημιουργούσε διαρκώς νέα προβλήματα. Αν είχε αρνητική έκβαση, προκαλούσε βίαιες επικρίσεις από την αριστερά και αύξανε τη δυσφορία του στρατού· αν είχε θετική έκβαση, ωφελούνταν οι στρατηγοί και όχι το καθεστώς.
Το πρώτο Δ. που ανέλαβε την εξουσία τον Οκτώβριο του 1795, περιλάμβανε τέσσερις πρώην ορεινούς: Ρεμπέφ, Λετουρνέρ, Καρνό, Μπαράς, και έναν πρώην γιρονδίνο, τον Λαρεβεγιέρ Λεπό. Επιχείρησε να εφαρμόσει μια σχετικά φιλελεύθερη πολιτική, αλλά συγκρούστηκε και με τις δύο αντιπολιτεύσεις (ειρήνευση της Βανδέας, καταστολή της συνωμοσίας του Μπαμπέφ). Προσπάθησε επίσης να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική κρίση που εκδηλώθηκε εκδίδοντας νέο χαρτονόμισμα, το οποίο όμως έχασε και αυτό γρήγορα την αξία του.
Στο εξωτερικό το επιθετικό σχέδιο που κατέστρωσε ο Καρνό ανατράπηκε γρήγορα από τις αποτυχίες του Μορό στη Γερμανία και την επιτυχία της εκστρατείας στην Ιταλία, όπου ο Βοναπάρτης ανάγκασε την Αυστρία να υπογράψει τα προκαταρτικά της ειρήνης (Απρίλιος 1797).
Αλλά οι εκλογές του επαναστατικού έτους V εγκαθίδρυσαν μοναρχική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, η οποία προσπαθούσε να υπονομεύσει το ίδιο το καθεστώς. Συνέπεια ήταν η προσέγγιση της αριστεράς και, με τη βοήθεια του Βοναπάρτη, το πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιδόρ (Σεπτέμβριος 1797), που απομάκρυνε τους κυριότερους αντιπάλους.
Το δεύτερο Δ. έδωσε στην αρχή την εντύπωση ότι ήθελε να προσεγγίσει τους ιακωβίνους και να εντείνει την πάλη εναντίον των αντεπαναστατών, γρήγορα όμως, φοβούμενο την ενίσχυσή τους, τους απέκλεισε από το Συμβούλιο με το πραξικόπημα της 22ας Φλορεάλ του έτους VI (Μάιος 1798). Από τη στιγμή εκείνη η φροντίδα του Δ. προσανατολίστηκε κυρίως στην αναδιοργάνωση της διοίκησης και των οικονομικών, χάρη στα δραστικά μέτρα του Φρανσουά ντε Νεσατό. Το έργο αυτό όμως διακόπηκε γρήγορα από την αρνητική εξέλιξη του πολέμου, σε μία περίοδο που ενώ ο Βοναπάρτης είχε ακινητοποιηθεί στην Αίγυπτο, η Γαλλία δεχόταν τις επιθέσεις του δεύτερου συνασπισμού. Οι ήττες στην Ιταλία και στη Γερμανία προκάλεσαν την αναζωογόνηση του ιακωβινισμού σε όλη τη χώρα και οδήγησαν στο πραξικόπημα της 30ής Πρεριάλ (18 Ιουνίου), το οποίο αυτή τη φορά πήρε τη μορφή επίθεσης των Συμβουλίων εναντίον του Δ.
Η αστική τάξη, ωστόσο, χρειαζόταν μια ισχυρή κυβέρνηση και αναζήτησε αποτελεσματικές θεραπείες. Με τη συνεργασία των δύο Διευθυντών Σιεγές και Ροζέ Ντικό, και με την αδιαφορία του Μπαράς, ο Βοναπάρτης, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο, διέλυσε (1799) το Δ. και επέβαλε την υπατεία, δηλαδή την προσωπική δικτατορία του.
Με τον χαρακτηρισμό Δ. είναι επίσης γνωστό και το εννεαμελές στρατιωτικό συμβούλιο που κυβέρνησε την Ισπανία στα χρόνια της δικτατορίας του στρατηγού Π. ντε Ριβέρα (1923-25).
Δ., εξάλλου, ονομάστηκαν και διάφορα τοπικά συμβούλια με πολιτική εξουσία στην Επανάσταση του 1821. Το πρώτο Δ. συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1821 στην Αχαΐα, με τη συμμετοχή του μητροπολίτη Γερμανού και ορισμένων προκρίτων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Α. Ζαΐμης και ο Α. Λόντος. Το Δ. αυτό ονομάστηκε αχαϊκό και είχε ως κύριο έργο του τον προπαγανδισμό των ελληνικών δικαίων στους Ευρωπαίους πρόξενους, τη συγκέντρωση χρημάτων και πολεμοφοδίων από τα Επτάνησα και τη διανομή επαναστατικών σημαιών με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο.
Αργότερα, συγκροτήθηκε το Δ. των Καλαμών από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα, που όμως διαλύθηκε γρήγορα, και το επαναστατικό Δ. στην Αρκαδία από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τα όργανα αυτά συγχωνεύθηκαν έπειτα στην πελοποννησιακή γερουσία που συγκροτήθηκε στις Καλτετζές.
στιλ δ.Στιλ εσωτερικής διακόσμησης και αμφίεσης που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης και εξελίχθηκε στα ιστορικά πλαίσια του γαλλικού Δ., από το 1795 έως το 1799. Χρησιμοποιούσε τα νέα επαναστατικά διακοσμητικά μοτίβα –σημαίες, εμβλήματα, φρυγικούς σκούφους κ.ά.– χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά τις αρχιτεκτονικές και οικοδομικές γραμμές του στιλ Λουδοβίκου ΙΣΤ’. Το στιλ δ., κράμα στοιχείων δύο διαφορετικών εποχών, αποτέλεσε μία μεταβατική κατάσταση πριν από την επικράτηση του αυτοκρατορικού στιλ. Στις διακοσμήσεις των εσωτερικών χώρων η προτίμηση για το ξύλο τριανταφυλλιάς και λεύκας, που ήταν πολύ διαδεδομένη στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, αντικαταστάθηκε από τη χρήση των εξωτικών ξύλων, όπως το μαόνι, ο παλίσανδρος και ο έβενος, ενώ η αξία των επίπλων βασιζόταν περισσότερο στο ακριβό υλικό παρά στην πρωτοτυπία της κατασκευής. Ωστόσο, μεγάλοι τεχνίτες, όπως ο Ζορζ Ζακόμπ, φημισμένος από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, συνέχισαν να δημιουργούν έπιπλα και στα χρόνια του Δ., ενώ άλλοι, όπως o λεπτουργός Τονσίρ, εξακολούθησαν να εργάζονται και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά έπιπλα στιλ δ. είναι τα ανάκλιντρα, οι καρέκλες και οι πολυθρόνες με συμπαγές κάθισμα και κυρτό ερεισίνωτο.
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής διακρίθηκε ο Νικολά Λεντού. Οι νεοκλασικές του αντιλήψεις επηρέασαν όλο τον επόμενο αιώνα και οδήγησαν και αυτόν τον ίδιο στη δημιουργία παράξενων και επιβλητικών σχεδίων, εμπνευσμένων από τα ρωμαϊκά οικοδομήματα.
Στον τομέα της αμφίεσης, για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες οι γυναίκες υιοθέτησαν μία γραμμή που επέτρεπε να διαφαίνεται το γυμνό, ελευθέρωνε το σώμα από τους κορσέδες και απέρριπτε την αλλοίωση της φυσικής κατασκευής με τεχνάσματα. Η νέα γραμμή ευνοούσε τη διάδοση των λινών ή βαμβακερών χιτώνων με μαιάνδρους στις παρυφές, επάνω από τους οποίους φορούσαν εσάρπες από κασμίρι. Τα καπέλα είχαν μορφή σαρικιού, κυλίνδρου ή σκούφου και τα παπούτσια ήταν χαμηλές παντόφλες με σταυρωτά κορδόνια, δεμένα στα σφυρά. Ιδιαίτερο ένδυμα φορούσαν οι merveilleuses, οι πολύ κομψές κυρίες. Το φόρεμά τους, που ήταν ανοιχτό στο πλάι, αποκάλυπτε την κνήμη, ενώ το καπέλο τους είχε πολύ προτεταμένο γείσο. Οι άντρες φορούσαν ρεντιγκότα ανοιχτή εμπρός, πολύ στενά μακριά παντελόνια και μπότες στολισμένες με δέρμα αιγάγρου. Οι incroyables, οι νεαροί δανδήδες της εποχής, προτιμούσαν τη ριγωτή κιλότα, δεμένη σφιχτά κάτω από το γόνατο, τον πελώριο ψηλό λαιμοδέτη που έκρυβε το πηγούνι, το κωνικό δίωτο καπέλο και τα πολύ χαμηλά και ανοιχτά παπούτσια, που μόλις κάλυπταν τη φτέρνα και την άκρη του ποδιού.
Καρέκλα του εργαστηρίου του Ζορζ-Ζακόμπ, στιλ διευθυντηρίου.
Ακουατίντα του Φιλιμπέρ Λουί Ντεμπικούρ, που εικονίζει το εσωτερικό του «Φρασκάτι», ενός παρισινού καφενείου που ήταν πολύ της μόδας στα τέλη του 18ου αι.
Το στιλ διευθυντηρίου, κράμα στοιχείων δύο διαφορετικών εποχών, αποτέλεσε μία μεταβατική κατάσταση πριν από την επικράτηση του αυτοκρατορικού στιλ. Στη φωτογραφία, πολύτιμο εκκρεμές, στιλ διευθυντηρίου.
Ο Μπαράς, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες του καθεστώτος του Διευθυντηρίου.
* * *το1. το γραφείο τού διευθυντή μιας υπηρεσίας2. ονομασία τής πενταμελούς εκτελεστικής επιτροπής στη Γαλλία από το 1795 ώς το 17993. ονομασία τών πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο στην Επανάσταση τού 18214. συμβούλιο ή ομάδα με υπερβολικές ή αυταρχικές εξουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. directoire). Η λ. διευθυντήριον μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.